ὀξέλαιον

ὀξέλαιον
ὀξέλαιον, τό,
A sauce of vinegar and oil, Xenocr. ap. Orib.2.58.119, Gal.6.728.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀξέλαιον — sauce of vinegar and oil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξελαίου — ὀξέλαιον sauce of vinegar and oil neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξελαίῳ — ὀξέλαιον sauce of vinegar and oil neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • οξέλαιο — το (Α ὀξέλαιον) παρασκεύασμα που προκύπτει από την ανάμιξη ξιδιού με λάδι, λαδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”